μύστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μύστης | οι | μύστες |
γενική | του | μύστη | των | μυστών |
αιτιατική | τον | μύστη | τους | μύστες |
κλητική | μύστη | μύστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μύστης < αρχαία ελληνική μύστης
Επίθετο
επεξεργασία
μύστης αρσενικό (θηλυκό: μύστις)
- (κυριολεκτικά) αυτός που έχει μυηθεί με τελετουργικό τρόπο σε θρησκευτικές απόψεις και διδασκαλίες
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) αυτός που έχει μυηθεί σε κάτι διαφορετικό απ’ το (1)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μυώ