Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατήχησῐς αἱ κατηχήσεις
      γενική τῆς κατηχήσεως τῶν κατηχήσεων
      δοτική τῇ κατηχήσει ταῖς κατηχήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατήχησῐν τὰς κατηχήσεις
     κλητική ! κατήχησῐ κατηχήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατηχήσει
γεν-δοτ τοῖν  κατηχησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατήχησις < κατ- + (ἠχέω, ἠχή) ἠχη- + -σις. (Το ελληνιστικό κατηχέω ή το ἤχησις ήταν μεταγενέστερα.)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατήχησις, -εως θηλυκό

  1. προφορική διδασκαλία
  2. (ελληνιστική σημασία) κατήχηση, θρησκευτική διδασκαλία

Παράγωγα επεξεργασία

ελληνιστικής σημασίας:

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία