εθνοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εθνοκεντρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnocentrism < αρχαία ελληνική ἔθνος + κέντρ(ον) + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεθνοκεντρισμός αρσενικό
- κοσμοθεώρηση που θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της την έννοια του έθνους, που υποδηλώνει την άποψη πως κάποιος πολιτισμός ή κοινωνία ή ομάδα είναι εγγενώς ανώτερος από όλους τους άλλους
- ※ και παρόλο που απο τα εγχειρίδια απουσιάζει ο έντονος κραυγαλέος εθνοκεντρισμός, δε λείπει η εθνική κατήχηση (Μαρία Αδάμου, Το εκπαιδευτικό σύστημα στην υπηρεσία του εθνικού κράτους η ελληνική περίπτωση "1950-1976", Εκδόσεις Παπαζήση, 2002, σελ. 590)
Συγγενικά
επεξεργασία- εθνοκεντρικά
- εθνοκεντρικός
- → δείτε τις λέξεις έθνος, κέντρο και κεντώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία εθνοκεντρισμός
|