Δείτε επίσης: ἐγγενῶς

Ετυμολογία

επεξεργασία
εγγενώς < εγγεν(ής) + -ώς, αρχαία ελληνική ἐγγενῶς (όπως οι συγγενείς, οι ομογενείς) < ἐγγεν(ής) + -ῶς

Επίρρημα

επεξεργασία

εγγενώς

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις εγ-, γένος και γίγνομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία