Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνοκεντρικός η εθνοκεντρική το εθνοκεντρικό
      γενική του εθνοκεντρικού της εθνοκεντρικής του εθνοκεντρικού
    αιτιατική τον εθνοκεντρικό την εθνοκεντρική το εθνοκεντρικό
     κλητική εθνοκεντρικέ εθνοκεντρική εθνοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνοκεντρικοί οι εθνοκεντρικές τα εθνοκεντρικά
      γενική των εθνοκεντρικών των εθνοκεντρικών των εθνοκεντρικών
    αιτιατική τους εθνοκεντρικούς τις εθνοκεντρικές τα εθνοκεντρικά
     κλητική εθνοκεντρικοί εθνοκεντρικές εθνοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνοκεντρικός < εθνο- + κεντρικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethnocentric < ethnocentrism < αρχαία ελληνική ἔθνος + ελληνιστική κοινή κεντρικός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θno.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εθνοκεντρικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον εθνοκεντρισμό, πηγάζει απ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ※  Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία