αντικραυγαλέος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντικραυγαλέος < αντι- + κραυγαλέος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.di.kra.vɣaˈle.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κραυ‐γα‐λέ‐ος
Επίθετο
επεξεργασία
αντικραυγαλέος[1]
- που δεν είναι κραυγαλέος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντικραυγαλέος
|
- ↑ αντικραυγαλέος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας