παραθετικά
θετικός showy
συγκριτικός showier
υπερθετικός showiest

  Επίθετο

επεξεργασία

showy (en) (συχνά κακόσημο)

  • κραυγαλέος, φανταχτερός, επιδεικτικός, τόσο φωτεινά χρώματα, μεγάλο ή υπερβολικό που τραβάει πολύ την προσοχή
    ⮡  a showy outfit - κραυγαλέο ντύσιμο
    ⮡  showy wealth - κραυγαλέος πλούτος
    ⮡  showy and very tasteless decoration - φανταχτερή και πολύ ακαλαίσθητη διακόσμηση
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy