showy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | showy |
συγκριτικός | showier |
υπερθετικός | showiest |
Επίθετο
επεξεργασία- κραυγαλέος, φανταχτερός, επιδεικτικός, τόσο φωτεινά χρώματα, μεγάλο ή υπερβολικό που τραβάει πολύ την προσοχή
παραθετικά | |
θετικός | showy |
συγκριτικός | showier |
υπερθετικός | showiest |