tastelessly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | tastelessly |
συγκριτικός | more tastelessly |
υπερθετικός | most tastelessly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
tastelessly (en)
- κακόγουστα, ακαλαίσθητα
- ↪ Her house is very tastelessly furnished.
- Το σπίτι της είναι πολύ κακόγουστα επιπλωμένο.
- ↪ She dresses very tastelessly.
- Ντύνεται πολύ ακαλαίσθητα.
- ↪ Her house is very tastelessly furnished.