Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεθωριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεθωριασμέν
ος
η
ξεθωριασμέν
η
το
ξεθωριασμέν
ο
γενική
του
ξεθωριασμέν
ου
της
ξεθωριασμέν
ης
του
ξεθωριασμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεθωριασμέν
ο
την
ξεθωριασμέν
η
το
ξεθωριασμέν
ο
κλητική
ξεθωριασμέν
ε
ξεθωριασμέν
η
ξεθωριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεθωριασμέν
οι
οι
ξεθωριασμέν
ες
τα
ξεθωριασμέν
α
γενική
των
ξεθωριασμέν
ων
των
ξεθωριασμέν
ων
των
ξεθωριασμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεθωριασμέν
ους
τις
ξεθωριασμέν
ες
τα
ξεθωριασμέν
α
κλητική
ξεθωριασμέν
οι
ξεθωριασμέν
ες
ξεθωριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεθωριασμένος
<
ξεθωριάζω
Μετοχή
επεξεργασία
ξεθωριασμένος, -η, -ο
που έχει χάσει την ένταση των
χρωμάτων
του
Συνώνυμα
επεξεργασία
ξασπρισμένος
ξέθωρος
Συγγενικά
επεξεργασία
ξεθωριάζω
ξεθώριασμα
ξέθωρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεθωριασμένος
γαλλικά
:
délavé
(fr)
,
passé
(fr)