↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξασπρισμένος η ξασπρισμένη το ξασπρισμένο
      γενική του ξασπρισμένου της ξασπρισμένης του ξασπρισμένου
    αιτιατική τον ξασπρισμένο την ξασπρισμένη το ξασπρισμένο
     κλητική ξασπρισμένε ξασπρισμένη ξασπρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξασπρισμένοι οι ξασπρισμένες τα ξασπρισμένα
      γενική των ξασπρισμένων των ξασπρισμένων των ξασπρισμένων
    αιτιατική τους ξασπρισμένους τις ξασπρισμένες τα ξασπρισμένα
     κλητική ξασπρισμένοι ξασπρισμένες ξασπρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξασπρισμένος < ξασπρίζω

ξασπρισμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία