↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλήθωρος η αλλήθωρη το αλλήθωρο
      γενική του αλλήθωρου της αλλήθωρης του αλλήθωρου
    αιτιατική τον αλλήθωρο την αλλήθωρη το αλλήθωρο
     κλητική αλλήθωρε αλλήθωρη αλλήθωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλήθωροι οι αλλήθωρες τα αλλήθωρα
      γενική των αλλήθωρων των αλλήθωρων των αλλήθωρων
    αιτιατική τους αλλήθωρους τις αλλήθωρες τα αλλήθωρα
     κλητική αλλήθωροι αλλήθωρες αλλήθωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλήθωρος < ἄλλη + θωριά

  Επίθετο

επεξεργασία

αλλήθωρος

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • το μάτι σου τ' αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο: ειρωνική έκφραση προς άτομο στο οποίο θέλουμε να υπονοήσουμε ότι δεν ξέρει τι λέει

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • συχνά χρησιμοποιείται και η γραφή αλλοίθωρος η οποία προέρχεται από διαφορετική ετυμολόγηση της λέξης (από το ἀλλοῖα θεωροῦντες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία