αλλήθωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααλλήθωρος
- που πάσχει από στραβισμό
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- το μάτι σου τ' αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο: ειρωνική έκφραση προς άτομο στο οποίο θέλουμε να υπονοήσουμε ότι δεν ξέρει τι λέει
Σημειώσεις
επεξεργασία- συχνά χρησιμοποιείται και η γραφή αλλοίθωρος η οποία προέρχεται από διαφορετική ετυμολόγηση της λέξης (από το ἀλλοῖα θεωροῦντες)