στραβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στραβισμός < στραβίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
στραβισμός αρσενικό
- (ιατρική): ελάττωμα παραλληλισμού των οπτικών αξόνων που χαρακτηρίζεται από παρέκκλιση ενός ή και των δύο ματιών
- αποκλίνων στραβισμός, συγκλίνων στραβισμός