Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληθώρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλληθώρισμα
τα
αλληθωρίσμα
τ
α
γενική
του
αλληθωρίσμα
τ
ος
των
αλληθωρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αλληθώρισμα
τα
αλληθωρίσμα
τ
α
κλητική
αλληθώρισμα
αλληθωρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλληθώρισμα
<
αλληθωρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλληθώρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
αλληθωρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληθώρισμα
αγγλικά
:
squint
(en)
,
squintedness
(en)
;
skelliedness
(en)
;
ιατρική ορολογία
:
strabismus
(en)
,
be strabismic
(en)
;
ανεπίσημο
boss-eyedness
(en)