θωρώ
(Ανακατεύθυνση από -θωρώ)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θωρώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωρῶ < θιωρῶ < αρχαία ελληνική θεωρῶ, συνηρημένος τύπος του θεωρέω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαθωρώ/θωράω, πρτ.: θωρούσα, παθ.φωνή: θωριέμαι/θωρούμαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό ελλειπτικό ρήμα
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) κοιτάζω
- ※ Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;...- Αριστοτέλης Βαλαωρίτης 1824‑1879, ποίημα Ὁ ἀνδριὰς του ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Εʹ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στίχος 1ος.
- ※ Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
θωρ-
θωρ-
(κυρίως λογοτεχνικά)
- -θωρος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θωρος στο Βικιλεξικό
- Όροι με θωρος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- -θώρητος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θώρητος στο Βικιλεξικό
- Όροι με θώρητος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- -θωρώ Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -θωρώ στο Βικιλεξικό
- Όροι με θωρώ — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
και
- αγριοθώρημα
- αθώρετος
- αθώρητα (επίρρημα)
- αθώρητος
- άθωρος
- ακριβοθώρητος, ακριβοθώρετος
- αλλαξοθωριάζω
- αλλαξοθωρίζω
- αλλήθωρος, αλληθώρης, αλληθώρικος & συγγενικά
- αλληθωρώ
- αντιθωράω, αντιθωρώ
- αντιθωριά
- αντίθωρος
- αντροθωριά
- απόθωρος
- αυθωρεί
- αφροθώρα
- αψηλόθωρος, ψηλόθωρος
- γλυκοθώρατος, γλυκοθώρωτος
- γλυκοθωράω / γλυκοθωρώ, γλυκοθωριέμαι
- γλυκοθώρημα
- θωρητός
- θώρι
- θωριά
- θωριάζω
- θωριαστός
- θωρώντα (μετοχή)
- κακοθωριά
- καλοθωριά
- καλόθωρος
- καλοθωρούμενος
- καλοθωρώ
- κοντόθωρα
- κρινοθωριά
- κρινόθωρος
- μαυροθωρίζω
- μικροθωριάζω
- νεροθωριά
- ξέθωρα
- ξεθωριάζω
- ξέθωρο
- ξέθωρος
- οξώθωρο
- ουρανόθωρος, ουρανοθωρούσα
- πολυθωριάζω
- πρωτόθωρα
- στραβοθωρώ, στραβοθωριέμαι
- φλογοθωριά
- φλογόθωρος
- χαμηλοθώρης, χαμηλοθώρα, χαμηλοθωρούσα
- χαμηλοθωρώ
- χαμόθωρος
- χαμοθωρώ
- χρυσοθωριά
- ψευτοθώρης
- ψηλοθωρώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θωρώ | θωρούσα | θα θωρώ | να θωρώ | θωρώντας | |
β' ενικ. | θωρείς | θωρούσες | θα θωρείς | να θωρείς | (θώρει) | |
γ' ενικ. | θωρεί | θωρούσε | θα θωρεί | να θωρεί | ||
α' πληθ. | θωρούμε | θωρούσαμε | θα θωρούμε | να θωρούμε | ||
β' πληθ. | θωρείτε | θωρούσατε | θα θωρείτε | να θωρείτε | θωρείτε | |
γ' πληθ. | θωρούν(ε) | θωρούσαν(ε) | θα θωρούν(ε) | να θωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θώρησα | θα θωρήσω | να θωρήσω | θωρήσει | ||
β' ενικ. | θώρησες | θα θωρήσεις | να θωρήσεις | θώρησε | ||
γ' ενικ. | θώρησε | θα θωρήσει | να θωρήσει | |||
α' πληθ. | θωρήσαμε | θα θωρήσουμε | να θωρήσουμε | |||
β' πληθ. | θωρήσατε | θα θωρήσετε | να θωρήσετε | θωρήστε | ||
γ' πληθ. | θώρησαν θωρήσαν(ε) |
θα θωρήσουν(ε) | να θωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θωρήσει | είχα θωρήσει | θα έχω θωρήσει | να έχω θωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις θωρήσει | είχες θωρήσει | θα έχεις θωρήσει | να έχεις θωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει θωρήσει | είχε θωρήσει | θα έχει θωρήσει | να έχει θωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε θωρήσει | είχαμε θωρήσει | θα έχουμε θωρήσει | να έχουμε θωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε θωρήσει | είχατε θωρήσει | θα έχετε θωρήσει | να έχετε θωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν θωρήσει | είχαν θωρήσει | θα έχουν θωρήσει | να έχουν θωρήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θωρώ
→ δείτε τη λέξη κοιτάζω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας