perceive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | perceive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | perceives |
αόριστος | perceived |
παθητική μετοχή | perceived |
ενεργητική μετοχή | perceiving |
Ρήμα
επεξεργασίαperceive (en)
ενεστώτας | perceive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | perceives |
αόριστος | perceived |
παθητική μετοχή | perceived |
ενεργητική μετοχή | perceiving |
perceive (en)