ενεστώτας discriminate
γ΄ ενικό ενεστώτα discriminates
αόριστος discriminated
παθητική μετοχή discriminated
ενεργητική μετοχή discriminating

discriminate (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    ⮡  I discriminate between right and wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    ⮡  The twins are so alike that I can’t discriminate between them.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart