ενεστώτας differentiate
γ΄ ενικό ενεστώτα differentiates
αόριστος differentiated
παθητική μετοχή differentiated
ενεργητική μετοχή differentiating

differentiate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    We must differentiate the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
    Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
    I differentiate between right from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    The twins are so alike that I can’t differentiate between them.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
  2. (μεταβατικό) διαφορίζω, ξεχωρίζω, είμαι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα
    Reason differentiates man from other animals.
    Το λογικό διαφορίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα.
    What differentiates him from his colleagues is his sense of humor.
    Εκείνο που τον ξεχωρίζει από του συναδέλφους του είναι η αίσθηση του χιούμορ.
     συνώνυμα: distinguish
  3. (μαθηματικά) υπολογίζω την παράγωγο μιας συνάρτησης

Συγγενικά

επεξεργασία