differentiate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | differentiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | differentiates |
αόριστος | differentiated |
παθητική μετοχή | differentiated |
ενεργητική μετοχή | differentiating |
Ρήμα
επεξεργασίαdifferentiate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαφοροποιώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
- ↪ We must differentiate the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
- Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
- ↪ I differentiate between right from wrong.
- Διακρίνω το καλό από το κακό.
- ↪ The twins are so alike that I can’t differentiate between them.
- Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
- ↪ We must differentiate the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
- (μεταβατικό) διαφορίζω, ξεχωρίζω, είμαι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα
- ↪ Reason differentiates man from other animals.
- Το λογικό διαφορίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα.
- ↪ What differentiates him from his colleagues is his sense of humor.
- Εκείνο που τον ξεχωρίζει από του συναδέλφους του είναι η αίσθηση του χιούμορ.
- ≈ συνώνυμα: distinguish
- ↪ Reason differentiates man from other animals.
- (μαθηματικά) υπολογίζω την παράγωγο μιας συνάρτησης
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη different
Πηγές
επεξεργασία- differentiate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684., λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω