Επίθετο

επεξεργασία

spoken (en) (χωρίς παραθετικά)

  • προφορικός
    ⮡  the written word and the spoken word - ο γραπτός λόγος και ο προφορικός λόγος
    ⮡  Her spoken English is better than her written.
    Τα προφορικά της στα αγγλικά είναι καλύτερα από τα γραπτά της.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

spoken (en)