λεκτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λεκτός | ἡ | λεκτή | τὸ | λεκτόν |
γενική | τοῦ | λεκτοῦ | τῆς | λεκτῆς | τοῦ | λεκτοῦ |
δοτική | τῷ | λεκτῷ | τῇ | λεκτῇ | τῷ | λεκτῷ |
αιτιατική | τὸν | λεκτόν | τὴν | λεκτήν | τὸ | λεκτόν |
κλητική ὦ! | λεκτέ | λεκτή | λεκτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | λεκτοί | αἱ | λεκταί | τὰ | λεκτᾰ́ |
γενική | τῶν | λεκτῶν | τῶν | λεκτῶν | τῶν | λεκτῶν |
δοτική | τοῖς | λεκτοῖς | ταῖς | λεκταῖς | τοῖς | λεκτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | λεκτούς | τὰς | λεκτᾱ́ς | τὰ | λεκτᾰ́ |
κλητική ὦ! | λεκτοί | λεκταί | λεκτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λεκτώ | τὼ | λεκτᾱ́ | τὼ | λεκτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | λεκτοῖν | τοῖν | λεκταῖν | τοῖν | λεκτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλεκτός, -ή, -όν
- διαλεγμένος, διαλεχτός, εκλεκτός, επίλεκτος
- που μπορεί να ειπωθεί, να λεχθεί
Σύνθετα
επεξεργασία
σημασία: λέω, μιλάω |
σημασία: διαλέγω, συλλέγω |
Πηγές
επεξεργασία- λεκτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεκτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.