γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λεκτός λεκτή τὸ λεκτόν
      γενική τοῦ λεκτοῦ τῆς λεκτῆς τοῦ λεκτοῦ
      δοτική τῷ λεκτ τῇ λεκτ τῷ λεκτ
    αιτιατική τὸν λεκτόν τὴν λεκτήν τὸ λεκτόν
     κλητική ! λεκτέ λεκτή λεκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λεκτοί αἱ λεκταί τὰ λεκτᾰ́
      γενική τῶν λεκτῶν τῶν λεκτῶν τῶν λεκτῶν
      δοτική τοῖς λεκτοῖς ταῖς λεκταῖς τοῖς λεκτοῖς
    αιτιατική τοὺς λεκτούς τὰς λεκτᾱ́ς τὰ λεκτᾰ́
     κλητική ! λεκτοί λεκταί λεκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λεκτώ τὼ λεκτᾱ́ τὼ λεκτώ
      γεν-δοτ τοῖν λεκτοῖν τοῖν λεκταῖν τοῖν λεκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεκτός < ρηματικό επίθετο του λέγω και στις δύο σημασίες του (συλλέγω, διαλέγω και λέω, μιλάω)

  Επίθετο

επεξεργασία

λεκτός, -ή, -όν

  1. διαλεγμένος, διαλεχτός, εκλεκτός, επίλεκτος
  2. που μπορεί να ειπωθεί, να λεχθεί

σημασία: λέω, μιλάω

σημασία: διαλέγω, συλλέγω