ἐκλεκτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ἐκλεκτός
- διαλεγμένος, επιλεγμένος
- (ελληνιστική κοινή) αγνός, εξαίρετος
- (ελληνιστική κοινή) επιλεγμένος απ’ τον θεό