διαλεχτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλεχτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιαλεχτός, -ή, -ό
- που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, τα θετικά χαρακτηριστικά του, εκλεκτός
- επιλεγμένος, διαλεγμένος συνειδητά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαλεχτός
|