Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλεχτός η διαλεχτή το διαλεχτό
      γενική του διαλεχτού της διαλεχτής του διαλεχτού
    αιτιατική τον διαλεχτό τη διαλεχτή το διαλεχτό
     κλητική διαλεχτέ διαλεχτή διαλεχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλεχτοί οι διαλεχτές τα διαλεχτά
      γενική των διαλεχτών των διαλεχτών των διαλεχτών
    αιτιατική τους διαλεχτούς τις διαλεχτές τα διαλεχτά
     κλητική διαλεχτοί διαλεχτές διαλεχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλεχτός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

διαλεχτός, -ή, -ό

  1. που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, τα θετικά χαρακτηριστικά του, εκλεκτός
  2. επιλεγμένος, διαλεγμένος συνειδητά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία