first-class
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
first-class | first-classes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαfirst-class (en)
- (προγραμματισμός) πρώτη τάξη, οτιδήποτε έχει σχέση ή αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο πρώτης τάξης (first-class object)