supreme
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | supreme |
συγκριτικός | more supreme |
υπερθετικός | most supreme |
Επίθετο
επεξεργασίαsupreme (en)
- ανώτατος, που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα
- ⮡ the Supreme Being - το Ανώτατο Όν
- ⮡ the Supreme Court - το Ανώτατο Δικαστήριο
Πηγές
επεξεργασία- supreme - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 84. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανώτατος