Δείτε επίσης: Διαλεγμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλεγμένος η διαλεγμένη το διαλεγμένο
      γενική του διαλεγμένου της διαλεγμένης του διαλεγμένου
    αιτιατική τον διαλεγμένο τη διαλεγμένη το διαλεγμένο
     κλητική διαλεγμένε διαλεγμένη διαλεγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλεγμένοι οι διαλεγμένες τα διαλεγμένα
      γενική των διαλεγμένων των διαλεγμένων των διαλεγμένων
    αιτιατική τους διαλεγμένους τις διαλεγμένες τα διαλεγμένα
     κλητική διαλεγμένοι διαλεγμένες διαλεγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝa.leɣˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐λεγ‐μέ‐νος
ομόηχο: Διαλεγμένος (επώνυμο)

διαλεγμένος, -η, -ο

  • που τον έχουν διαλέξει (συνήθως από περισσότερους της ίδιας κατηγορίας, συνεπώς υπονοείται ότι είναι από τους καλύτερους, με την έννοια διαλεχτός / επιλεγμένος )
    ⮡  μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία