διαλεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.leɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐λεγ‐μέ‐νος
- ομόηχο: Διαλεγμένος (επώνυμο)
Μετοχή
επεξεργασίαδιαλεγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλέξει (συνήθως από περισσότερους της ίδιας κατηγορίας, συνεπώς υπονοείται ότι είναι από τους καλύτερους, με την έννοια διαλεχτός / επιλεγμένος )
- ↪ μπορείς να φας τα φρούτα χωρίς φόβο, είναι όλα διαλεγμένα