κοινόλεκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινόλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινόλεκτος < κοινό- + λεκτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινόλεκτος θηλυκό
- (γλωσσολογία) η κοινή, η γλώσσα του κοινού βίου, που μιλούν όλοι
- ※ ...είχε ήδη απαρχαιωθεί κατά την ελληνιστική και μεσαιωνική περίοδο , ώστε θεωρείται εξαιρετικά δυσχερής η συμβολή του σε κοινόλεκτο τύπο της Νέας Ελληνικής , ο οποίος να χαρακτηρίζεται από αρχαϊκή μορφολογία ..
- Θεόδωρος Στ. Μωυσιάδης, Ετυμολογία: εισαγωγή στη μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σελ. 180
- ※ Έτσι η ποιητική του γλώσσα, ασχέτως αν ήταν ή όχι η γλώσσα που μιλούσε, αγγίζει μια ιδιόλεκτο, στο βαθμό που διαφέρει από οποιαδήποτε ελληνική κοινόλεκτο
- Πρακτικά συνεδρίου Παρασκευή 23 & Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007, Νίκος Εγγονόπουλος: ο ζωγράφος και ο ποιητής, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 2010, σελ. 246
- ※ ...είχε ήδη απαρχαιωθεί κατά την ελληνιστική και μεσαιωνική περίοδο , ώστε θεωρείται εξαιρετικά δυσχερής η συμβολή του σε κοινόλεκτο τύπο της Νέας Ελληνικής , ο οποίος να χαρακτηρίζεται από αρχαϊκή μορφολογία ..
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοινόλεκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοινόλεκτος < κοινό- + λεκτός
Επίθετο
επεξεργασίακοινόλεκτος θηλυκό
- που είναι σε κοινή γλώσσα, στην κοινόλεκτο
- ※ 16ος αιώνας, Δαμασκηνός Στουδίτης, [1]
- Λόγος κοινόλεκτος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγίων Πάντων
Συγγενικά
επεξεργασία- κοινολεκτῶ (-έω)
- κοινολεξία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα)
- ※ τι ιστάναι χορόν είναι παρ' αρχαίοις συνηθεστάτη φράσις, προς δήλωσιν του έναρξιν του χορού και χορεύειν. Η φράσις αύτη συχνά μνημονεύεται και κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ότι δε ήτο και δημώδεις συνάγεται εκ του ότι και σήμερον κοινόλεκτον τυγχάνει επί της αυτής σημασίας το στήνω χορό (Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τόμος 5, εκδ. Παπαζήσης, 1948, σελ. 214) [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Πηγές
επεξεργασία- κοινόλεκτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κοινόλεκτος | τὸ | κοινόλεκτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | κοινολέκτου | τοῦ | κοινολέκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | κοινολέκτῳ | τῷ | κοινολέκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κοινόλεκτον | τὸ | κοινόλεκτον | ||
κλητική ὦ! | κοινόλεκτε | κοινόλεκτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κοινόλεκτοι | τὰ | κοινόλεκτᾰ | ||
γενική | τῶν | κοινολέκτων | τῶν | κοινολέκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | κοινολέκτοις | τοῖς | κοινολέκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κοινολέκτους | τὰ | κοινόλεκτᾰ | ||
κλητική ὦ! | κοινόλεκτοι | κοινόλεκτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοινολέκτω | τὼ | κοινολέκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοινολέκτοιν | τοῖν | κοινολέκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοινόλεκτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοινό- + λεκτός
Επίθετο
επεξεργασίακοινόλεκτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κοινολεκτέω, κονός, λόγος και λέγω
Πηγές
επεξεργασία- κοινόλεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.