Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιδιόλεκτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ιδιόλεκτ
ο
τα
ιδιόλεκτ
α
γενική
του
ιδιόλεκτ
ου
των
ιδιόλεκτ
ων
αιτιατική
το
ιδιόλεκτ
ο
τα
ιδιόλεκτ
α
κλητική
ιδιόλεκτ
ο
ιδιόλεκτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιδιόλεκτο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
ιδιόλεκτος
,
γένους θηλυκού