κοινωνιόλεκτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοινωνιόλεκτος < κοινωνιό- + -λεκτος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolect
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοινωνιόλεκτος θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποιείται από συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (νέοι, στρατιώτες κ.λπ.)
- ※ Παρά τον χαρακτηρισμό "γλώσσα", η γλώσσα των νέων δεν είναι ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα, αλλά μια "κοινωνιόλεκτος" [sociolect], δηλαδή ένας τρόπος ομιλίας με λεξιλογικά, πραγματολογικά και δομικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιείται υπό ορισμένες συνθήκες επικοινωνίας και είναι μέρος της γλωσσικής συνείδησης μιας κοινότητας. (*)