• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κοινωνιόλεκτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοινωνιόλεκτο τα κοινωνιόλεκτα
      γενική του κοινωνιόλεκτου των κοινωνιόλεκτων
    αιτιατική το κοινωνιόλεκτο τα κοινωνιόλεκτα
     κλητική κοινωνιόλεκτο κοινωνιόλεκτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοινωνιόλεκτο < κοινωνιόλεκτος + -ο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolect)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοινωνιόλεκτο ουδέτερο

  • (γλωσσολογία) άλλη μορφή του κοινωνιόλεκτος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αργκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κοινωνιόλεκτο
  • → δείτε τη λέξη κοινωνιόλεκτος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοινωνιόλεκτο&oldid=5553075"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Απριλίου 2022, στις 12:06

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Απριλίου 2022, στις 12:06.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας