κοινωνιόλεκτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινωνιόλεκτο < κοινωνιόλεκτος + -ο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sociolect)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοινωνιόλεκτο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινωνιόλεκτο
|