sociolect
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsəʊʃɪə(ʊ)lɛkt/ & /ˈsəʊsɪə(ʊ)lɛkt/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
sociolect (en)
- (γλωσσολογία) κοινωνιόλεκτος· η διάλεκτος κάποιας κοινωνικής τάξης