idiolecte
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- idiolecte < (λόγιο δάνειο) γαλλική idiolect
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
idiolecte | idiolectes |
idiolecte (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) η ιδιόλεκτος, το ιδιόλεκτο