dialect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dialect | dialects |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdialect (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η διάλεκτος
- ↪ the Cypriot dialect - η κυπριακή διάλεκτος
ενικός | πληθυντικός |
dialect | dialects |
dialect (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)