Ετυμολογία

επεξεργασία
ballant < baller

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό ballant ballants
θηλυκό ballante ballantes

ballant (fr)

  1. κρεμαστός, που κρέμεται

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ballant ballants

ballant (fr) αρσενικό

  1. η κίνηση, η αιώρηση