Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεξόφλητος η ανεξόφλητη το ανεξόφλητο
      γενική του ανεξόφλητου της ανεξόφλητης του ανεξόφλητου
    αιτιατική τον ανεξόφλητο την ανεξόφλητη το ανεξόφλητο
     κλητική ανεξόφλητε ανεξόφλητη ανεξόφλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεξόφλητοι οι ανεξόφλητες τα ανεξόφλητα
      γενική των ανεξόφλητων των ανεξόφλητων των ανεξόφλητων
    αιτιατική τους ανεξόφλητους τις ανεξόφλητες τα ανεξόφλητα
     κλητική ανεξόφλητοι ανεξόφλητες ανεξόφλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεξόφλητος < αν- + εξοφλώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεξόφλητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εξοφληθεί ή δεν μπορεί να εξοφληθεί
  2. ανανταπόδοτος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία