↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλήρωτος η απλήρωτη το απλήρωτο
      γενική του απλήρωτου της απλήρωτης του απλήρωτου
    αιτιατική τον απλήρωτο την απλήρωτη το απλήρωτο
     κλητική απλήρωτε απλήρωτη απλήρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλήρωτοι οι απλήρωτες τα απλήρωτα
      γενική των απλήρωτων των απλήρωτων των απλήρωτων
    αιτιατική τους απλήρωτους τις απλήρωτες τα απλήρωτα
     κλητική απλήρωτοι απλήρωτες απλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απλήρωτος < α- στερητικό + πληρῶ/πληρώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απλήρωτος -η -ο

  1. που δεν έχει πληρωθεί για τη δουλειά που έκανε
    άφησε τους εργάτες απλήρωτους
  2. που παραμένει κενός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία