ανανταπόδοτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανανταπόδοτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνανταπόδοτος < α στερητικό και ἀνταποδίδω
Επίθετο επεξεργασία
ανανταπόδοτος
- που δεν ανταποδόθηκε ή και που δεν μπορεί να ανταποδοθεί
- (συντακτικό) χαρακτηρισμός σχήματος σε υποθετικές προτάσεις (ανανταπόδοτο σχήμα), όπου σε δύο διαδοχικές υποθετικές προτάσεις παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη η απόδοση της πρώτης (π.χ. αν προλάβετε το τρένο των 8, αν δεν το προλάβετε θα περιμένω άλλη μία ώρα, δηλαδή θα περιμένω ούτως ή άλλως αν προλάβετε το τρένο των 8, αλλά θα περιμένω αν πάρετε και των 9)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανανταπόδοτος
|