↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανανταπόδοτος η ανανταπόδοτη το ανανταπόδοτο
      γενική του ανανταπόδοτου της ανανταπόδοτης του ανανταπόδοτου
    αιτιατική τον ανανταπόδοτο την ανανταπόδοτη το ανανταπόδοτο
     κλητική ανανταπόδοτε ανανταπόδοτη ανανταπόδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανανταπόδοτοι οι ανανταπόδοτες τα ανανταπόδοτα
      γενική των ανανταπόδοτων των ανανταπόδοτων των ανανταπόδοτων
    αιτιατική τους ανανταπόδοτους τις ανανταπόδοτες τα ανανταπόδοτα
     κλητική ανανταπόδοτοι ανανταπόδοτες ανανταπόδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανανταπόδοτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνανταπόδοτος < α στερητικό και ἀνταποδίδω

  Επίθετο

επεξεργασία

ανανταπόδοτος

  1. που δεν ανταποδόθηκε ή και που δεν μπορεί να ανταποδοθεί
  2. (συντακτικό) χαρακτηρισμός σχήματος σε υποθετικές προτάσεις (ανανταπόδοτο σχήμα), όπου σε δύο διαδοχικές υποθετικές προτάσεις παραλείπεται ως ευκόλως εννοούμενη η απόδοση της πρώτης (π.χ. αν προλάβετε το τρένο των 8, αν δεν το προλάβετε θα περιμένω άλλη μία ώρα, δηλαδή θα περιμένω ούτως ή άλλως αν προλάβετε το τρένο των 8, αλλά θα περιμένω αν πάρετε και των 9)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία