Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξόφλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξόφλητ
ος
η
αξόφλητ
η
το
αξόφλητ
ο
γενική
του
αξόφλητ
ου
της
αξόφλητ
ης
του
αξόφλητ
ου
αιτιατική
τον
αξόφλητ
ο
την
αξόφλητ
η
το
αξόφλητ
ο
κλητική
αξόφλητ
ε
αξόφλητ
η
αξόφλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξόφλητ
οι
οι
αξόφλητ
ες
τα
αξόφλητ
α
γενική
των
αξόφλητ
ων
των
αξόφλητ
ων
των
αξόφλητ
ων
αιτιατική
τους
αξόφλητ
ους
τις
αξόφλητ
ες
τα
αξόφλητ
α
κλητική
αξόφλητ
οι
αξόφλητ
ες
αξόφλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξόφλητος
<
α-
+
εξοφλώ
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈkso.fli.tos
/
Επίθετο
επεξεργασία
αξόφλητος, -η, -ο
που δεν έχει
εξοφληθεί
ακόμα
αξόφλητη
επιταγή
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεξόφλητος
απλήρωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξόφλητος
αγγλικά
:
unpaid
(en)