Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξόφλητος η αξόφλητη το αξόφλητο
      γενική του αξόφλητου της αξόφλητης του αξόφλητου
    αιτιατική τον αξόφλητο την αξόφλητη το αξόφλητο
     κλητική αξόφλητε αξόφλητη αξόφλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξόφλητοι οι αξόφλητες τα αξόφλητα
      γενική των αξόφλητων των αξόφλητων των αξόφλητων
    αιτιατική τους αξόφλητους τις αξόφλητες τα αξόφλητα
     κλητική αξόφλητοι αξόφλητες αξόφλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξόφλητος < α- + εξοφλώ + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkso.fli.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

αξόφλητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει εξοφληθεί ακόμα
    αξόφλητη επιταγή

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία