εξοφλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεξοφλούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξοφλώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοφλούμαι | εξοφλούμουν | θα εξοφλούμαι | να εξοφλούμαι | ||
β' ενικ. | εξοφλείσαι | εξοφλούσουν | θα εξοφλείσαι | να εξοφλείσαι | ||
γ' ενικ. | εξοφλείται | εξοφλούνταν | θα εξοφλείται | να εξοφλείται | ||
α' πληθ. | εξοφλούμαστε | εξοφλούμασταν εξοφλούμαστε |
θα εξοφλούμαστε | να εξοφλούμαστε | ||
β' πληθ. | εξοφλείστε | εξοφλούσασταν εξοφλούσαστε |
θα εξοφλείστε | να εξοφλείστε | εξοφλείστε | |
γ' πληθ. | εξοφλούνται | εξοφλούνταν | θα εξοφλούνται | να εξοφλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξοφλήθηκα | θα εξοφληθώ | να εξοφληθώ | εξοφληθεί | ||
β' ενικ. | εξοφλήθηκες | θα εξοφληθείς | να εξοφληθείς | εξοφλήσου | ||
γ' ενικ. | εξοφλήθηκε | θα εξοφληθεί | να εξοφληθεί | |||
α' πληθ. | εξοφληθήκαμε | θα εξοφληθούμε | να εξοφληθούμε | |||
β' πληθ. | εξοφληθήκατε | θα εξοφληθείτε | να εξοφληθείτε | εξοφληθείτε | ||
γ' πληθ. | εξοφλήθηκαν εξοφληθήκαν(ε) |
θα εξοφληθούν(ε) | να εξοφληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξοφληθεί | είχα εξοφληθεί | θα έχω εξοφληθεί | να έχω εξοφληθεί | εξοφλημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξοφληθεί | είχες εξοφληθεί | θα έχεις εξοφληθεί | να έχεις εξοφληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξοφληθεί | είχε εξοφληθεί | θα έχει εξοφληθεί | να έχει εξοφληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοφληθεί | είχαμε εξοφληθεί | θα έχουμε εξοφληθεί | να έχουμε εξοφληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξοφληθεί | είχατε εξοφληθεί | θα έχετε εξοφληθεί | να έχετε εξοφληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοφληθεί | είχαν εξοφληθεί | θα έχουν εξοφληθεί | να έχουν εξοφληθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξοφλούμαι
|