eminent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | eminent |
συγκριτικός | more eminent |
υπερθετικός | most eminent |
Επίθετο
επεξεργασίαeminent (en)
- διαπρεπής, διακεκριμένος, ξεχωριστός, για άτομα που είναι διάσημα και σεβαστά, ειδικά σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα