Δείτε επίσης: αἰσθητός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθητός η αισθητή το αισθητό
      γενική του αισθητού της αισθητής του αισθητού
    αιτιατική τον αισθητό την αισθητή το αισθητό
     κλητική αισθητέ αισθητή αισθητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθητοί οι αισθητές τα αισθητά
      γενική των αισθητών των αισθητών των αισθητών
    αιτιατική τους αισθητούς τις αισθητές τα αισθητά
     κλητική αισθητοί αισθητές αισθητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσθητός < αἰσθάνομαι
σημασία «αντιλητπός» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perceptible [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.sθiˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σθη‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

αισθητός, -η -ο

  1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
    ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη νοτιοδυτική χώρα
  2. σημαντικός, αξιοσημείωτος
    δεν υπάρχει αισθητή διαφορά
  3. έντονος, που προκαλεί αίσθηση
    η απουσία της ήταν αισθητή

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία