Επίθετο

επεξεργασία

sensible (en)

  1. αισθητός
  2. λογικός, συνετός



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sensible sensibles

sensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ευαίσθητος
  2. αισθητός
  3. αισθαντικός
  4. ευπαθής

Συγγενικά

επεξεργασία