αισθητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αισθητής | οι | αισθητές |
γενική | του | αισθητή | των | αισθητών |
αιτιατική | τον | αισθητή | τους | αισθητές |
κλητική | αισθητή | αισθητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αισθητής < αρχαία ελληνική αἰσθητής (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική esthète)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααισθητής αρσενικό
- πρόσωπο που θεωρεί το ωραίο θεμελιώδη αξία και υπέρτατο αγαθό και γι' αυτό αφοσιώνεται με πάθος στην υπηρεσία της τέχνης, την οποία και συλλαμβάνει μόνο ως επιδίωξη της ομορφιάς, πέρα από κάθε ηθική, κοινωνική ή παιδευτική διάσταση (που πιστεύει δηλαδή στο δόγμα "η τέχνη για την τέχνη")
- πρόσωπο που υιοθετεί τους τρόπους, το ύφος και τη συμπεριφορά καλλιτέχνη ή φιλότεχνου για λόγους κοινωνικής προβολής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αισθητής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααισθητής