esthète
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
esthète | esthètes |
esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως ειρωνικά) λάτρης του ωραίου, που θεωρεί με σκεπτικισμό τις άλλες αξίες, εστέτ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
esthète | esthètes |
esthète (fr) αρσενικό ή θηλυκό