αισθητοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.sθiˈti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐τοί
- ομόηχο: αισθητή
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αισθητοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αισθητός
Δείτε επίσης : αἰσθητοί |
αισθητοί