παραθετικά
θετικός discernible
συγκριτικός more discernible
υπερθετικός most discernible

  Επίθετο

επεξεργασία

discernible (en)

  • διακριτός, κάτι που μπορώ να αναγνωρίσω ή να καταλάβω
    ⮡  There is a discernible difference between the two parties’ positions.
    Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible