Ετυμολογία

επεξεργασία
conspicuous < λατινική conspicuus

  Επίθετο

επεξεργασία

conspicuous (en)

  1. ολοφάνερος, (περιφανής με την σημασία ολοφάνερος και όχι ξακουστός, ένδοξος)
    ⮡  This problem is most conspicuous in the following case…
    Αυτό το πρόβλημα είναι ολοφάνερο στην ακόλουθη περίπτωση…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
  2. που τραβάει την προσοχή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία