conspicuous
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- conspicuous < λατινική conspicuus
Επίθετο
επεξεργασίαconspicuous (en)
- ολοφάνερος, (περιφανής με την σημασία ολοφάνερος και όχι ξακουστός, ένδοξος)
- ⮡ This problem is most conspicuous in the following case…
- Αυτό το πρόβλημα είναι ολοφάνερο στην ακόλουθη περίπτωση…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
- ⮡ This problem is most conspicuous in the following case…
- που τραβάει την προσοχή