προϋποθέτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προϋποθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προϋποτίθημι με μεταπλασμό κατά το τίθημι > θέτω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + υποθέτω < υπο- + θέτω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.i.poˈθe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ϋ‐πο‐θέ‐τω
Ρήμα επεξεργασία
προϋποθέτω, αόρ.: προϋπέθεσα, παθ.φωνή: προϋποτίθεμαι (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)
- θέτω ως προϋπόθεση, θεωρώ κάτι ως αναγκαίο για να επιτευχθεί κάτι άλλο
- θεωρώ κάτι ως δεδομένω
- (ως απρόσωπο) → δείτε προϋποτίθεται
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πρό, υποθέτω και θέτω
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προϋποθέτω
επεξεργασία
- ↑ προϋποθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές επεξεργασία
- προϋποθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- προϋποθέτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Λέξεις με προϋποθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)