Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

προϋποθέτω < αρχαία ελληνική προϋποτίθημι < προ- + ὑπο- + τίθημι

  ΡήμαΕπεξεργασία

προϋποθέτω

  • θέτω ως προϋπόθεση
  • θεωρώ ως αναγκαίο για να επιτευχθεί-γίνει-συμβεί κάτι άλλο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία