Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.i.poˈθe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προϋποθέτω

προϋποθέτω, αόρ.: προϋπέθεσα, παθ.φωνή: προϋποτίθεμαι (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)

  1. θέτω ως προϋπόθεση, θεωρώ κάτι ως αναγκαίο για να επιτευχθεί κάτι άλλο
  2. θεωρώ κάτι ως δεδομένω
  3. (ως απρόσωπο)  δείτε προϋποτίθεται

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις πρό, υποθέτω και θέτω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία