Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προϋποθέτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προϋποτίθημι με μεταπλασμό κατά το τίθημι > θέτω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε προ- + υποθέτω < υπο- + θέτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.i.poˈθe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ϋ‐πο‐θέ‐τω

  Ρήμα επεξεργασία

προϋποθέτω, αόρ.: προϋπέθεσα, παθ.φωνή: προϋποτίθεμαι (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)

  1. θέτω ως προϋπόθεση, θεωρώ κάτι ως αναγκαίο για να επιτευχθεί κάτι άλλο
  2. θεωρώ κάτι ως δεδομένω
  3. (ως απρόσωπο) → δείτε προϋποτίθεται

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πρό, υποθέτω και θέτω

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία