Δείτε επίσης: αναγκαία, αναγκαίος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγκαίο τα αναγκαία
      γενική του αναγκαίου των αναγκαίων
    αιτιατική το αναγκαίο τα αναγκαία
     κλητική αναγκαίο αναγκαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγκαίο < ουδέτερο του αναγκαίος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγκαίο ουδέτερο

  1. (φιλοσοφία) η αναγκαιότητα
  2. (παρωχημένο) αποχωρητήριο
     συνώνυμα: απόπατος, καμπινές, μέρος
  3. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ουροδοχείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία