αναγκαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αναγκαίο | τα | αναγκαία |
γενική | του | αναγκαίου | των | αναγκαίων |
αιτιατική | το | αναγκαίο | τα | αναγκαία |
κλητική | αναγκαίο | αναγκαία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααναγκαίο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναγκαίο
|