Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπιστώνω < (καθαρεύουσα) διαπιστώνω < (διά) δια- + πιστ(ώνω) (< πιστός). Διαφορετική η αρχαία ελληνική διαπιστέω] / διαπιστῶ < δι- + ἀπιστέω (δυσπιστώ εντελώς)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.piˈsto.no/ & /ðʝa.piˈsto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐πι‐στώ‐νω

διαπιστώνω, αόρ.: διαπίστωσα, παθ.φωνή: διαπιστώνομαι, π.αόρ.: διαπιστώθηκα, μτχ.π.π.: διαπιστωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πιστώνω, διαπιστεύω, διά και πιστός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.