Ετυμολογία

επεξεργασία

διακριβώνω, αόρ.: διακρίβωσα, παθ.φωνή: διακριβώνομαι, π.αόρ.: διακριβώθηκα, μτχ.π.π.: διακριβωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία