διακριβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακριβώνω < αρχαία ελληνική διακριβόω / διακριβῶ < (διά) δι- + ἀκριβόω / ἀκριβῶ < ἀκριβής < ἄκρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ḱrós (ὀξύς) < *h₂eḱ- + *-rós (ὀξύς)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.a.kɾiˈvo.no/ & /ði̯a.kɾiˈvo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κρι‐βώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακριβώνω, αόρ.: διακρίβωσα, παθ.φωνή: διακριβώνομαι, π.αόρ.: διακριβώθηκα, μτχ.π.π.: διακριβωμένος
- (λόγιο) εξετάζω κάτι λεπτομερώς και το εξακριβώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ακριβής και άκρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακριβώνω | διακρίβωνα | θα διακριβώνω | να διακριβώνω | διακριβώνοντας | |
β' ενικ. | διακριβώνεις | διακρίβωνες | θα διακριβώνεις | να διακριβώνεις | διακρίβωνε | |
γ' ενικ. | διακριβώνει | διακρίβωνε | θα διακριβώνει | να διακριβώνει | ||
α' πληθ. | διακριβώνουμε | διακριβώναμε | θα διακριβώνουμε | να διακριβώνουμε | ||
β' πληθ. | διακριβώνετε | διακριβώνατε | θα διακριβώνετε | να διακριβώνετε | διακριβώνετε | |
γ' πληθ. | διακριβώνουν(ε) | διακρίβωναν διακριβώναν(ε) |
θα διακριβώνουν(ε) | να διακριβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακρίβωσα | θα διακριβώσω | να διακριβώσω | διακριβώσει | ||
β' ενικ. | διακρίβωσες | θα διακριβώσεις | να διακριβώσεις | διακρίβωσε | ||
γ' ενικ. | διακρίβωσε | θα διακριβώσει | να διακριβώσει | |||
α' πληθ. | διακριβώσαμε | θα διακριβώσουμε | να διακριβώσουμε | |||
β' πληθ. | διακριβώσατε | θα διακριβώσετε | να διακριβώσετε | διακριβώστε | ||
γ' πληθ. | διακρίβωσαν διακριβώσαν(ε) |
θα διακριβώσουν(ε) | να διακριβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακριβώσει | είχα διακριβώσει | θα έχω διακριβώσει | να έχω διακριβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διακριβώσει | είχες διακριβώσει | θα έχεις διακριβώσει | να έχεις διακριβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διακριβώσει | είχε διακριβώσει | θα έχει διακριβώσει | να έχει διακριβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακριβώσει | είχαμε διακριβώσει | θα έχουμε διακριβώσει | να έχουμε διακριβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διακριβώσει | είχατε διακριβώσει | θα έχετε διακριβώσει | να έχετε διακριβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακριβώσει | είχαν διακριβώσει | θα έχουν διακριβώσει | να έχουν διακριβώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακριβώνομαι | διακριβωνόμουν(α) | θα διακριβώνομαι | να διακριβώνομαι | ||
β' ενικ. | διακριβώνεσαι | διακριβωνόσουν(α) | θα διακριβώνεσαι | να διακριβώνεσαι | ||
γ' ενικ. | διακριβώνεται | διακριβωνόταν(ε) | θα διακριβώνεται | να διακριβώνεται | ||
α' πληθ. | διακριβωνόμαστε | διακριβωνόμαστε διακριβωνόμασταν |
θα διακριβωνόμαστε | να διακριβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διακριβώνεστε | διακριβωνόσαστε διακριβωνόσασταν |
θα διακριβώνεστε | να διακριβώνεστε | (διακριβώνεστε) | |
γ' πληθ. | διακριβώνονται | διακριβώνονταν διακριβωνόντουσαν |
θα διακριβώνονται | να διακριβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακριβώθηκα | θα διακριβωθώ | να διακριβωθώ | διακριβωθεί | ||
β' ενικ. | διακριβώθηκες | θα διακριβωθείς | να διακριβωθείς | διακριβώσου | ||
γ' ενικ. | διακριβώθηκε | θα διακριβωθεί | να διακριβωθεί | |||
α' πληθ. | διακριβωθήκαμε | θα διακριβωθούμε | να διακριβωθούμε | |||
β' πληθ. | διακριβωθήκατε | θα διακριβωθείτε | να διακριβωθείτε | διακριβωθείτε | ||
γ' πληθ. | διακριβώθηκαν διακριβωθήκαν(ε) |
θα διακριβωθούν(ε) | να διακριβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακριβωθεί | είχα διακριβωθεί | θα έχω διακριβωθεί | να έχω διακριβωθεί | διακριβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακριβωθεί | είχες διακριβωθεί | θα έχεις διακριβωθεί | να έχεις διακριβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακριβωθεί | είχε διακριβωθεί | θα έχει διακριβωθεί | να έχει διακριβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακριβωθεί | είχαμε διακριβωθεί | θα έχουμε διακριβωθεί | να έχουμε διακριβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακριβωθεί | είχατε διακριβωθεί | θα έχετε διακριβωθεί | να έχετε διακριβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακριβωθεί | είχαν διακριβωθεί | θα έχουν διακριβωθεί | να έχουν διακριβωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακριβωμένος - είμαστε, είστε, είναι διακριβωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακριβωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακριβωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακριβωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακριβωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακριβωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακριβωμένοι |