Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.a.kɾiˈvo.no.me/ & /ði̯a.kɾiˈvo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κρι‐βώ‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

διακριβώνομαι, π.αόρ.: διακριβώθηκα, μτχ.π.π.: διακριβωμένος, (ενεργ.: διακριβώνω)